- νήσαντο
- νέωswimaor ind mid 3rd pl (homeric ionic)νέω 2spinaor ind mid 3rd pl (homeric ionic)νέω 3heapaor ind mid 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
δινήσαντο — δινέω whirl aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) δῑνήσαντο , δινεύω whirl aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινήσαντο — κῑνήσαντο , κινέω set in motion aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκινήσαντο — μετεκῑνήσαντο , μετακινέω shift aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκινήσαντ' — ἀποκινήσαντα , ἀποκινέω remove aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκινήσαντα , ἀποκινέω remove aor part act masc acc sg ἀποκῑνήσαντα , ἀποκινέω remove aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκῑνήσαντα , ἀποκινέω remove aor part act masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδινήσαντο — δινέω whirl aor ind mid 3rd pl ἐδῑνήσαντο , δινεύω whirl aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκινήσαντ' — ὑποκινήσαντα , ὑποκινέω move softly aor part act neut nom/voc/acc pl ὑποκινήσαντα , ὑποκινέω move softly aor part act masc acc sg ὑποκῑνήσαντα , ὑποκινέω move softly aor part act neut nom/voc/acc pl ὑποκῑνήσαντα , ὑποκινέω move softly aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)